top of page

Μια Γαλλίδα ζωγραφίζει την Ελλάδα

 

Οι ρίζες μας αλλά και ό,τι κληροδοτούμε από γενιά σε γενιά στο πλαίσιο μιας οικογένειας, ενός έθνους, συμβάλουν στο χτίσιμο του μέλλοντός μας. Σε μια Ευρώπη σε κρίση, όπου ο εθνικισμός αυξάνεται και μαζί μ’ αυτόν και ο πειρασμός να κλειστεί καθένας στον εαυτό του, το θέμα της ταυτότητας είναι επίκαιρο παρά ποτέ. Για το ζήτημα της ταυτότητας –και μάλιστα, διπλής– μας μιλάει στα έργα της η Γαλλίδα εικαστικός Pascaline Bossu, αλλά και για τη δυνατότητα να ενταχθεί κανείς σε μια διαφορετική από τη δική του κουλτούρα.

 

Η καλλιτέχνιδα χρησιμοποιεί ως όχημα την τέχνη της για να ενταχθεί σ’ αυτή τη νέα κουλτούρα. Και η διπλή ταυτότητά της την κάνει να υιοθετεί ποικίλες τεχνικές, όπως τη ζωγραφική πάνω σε φωτογραφίες ή την εμπνευσμένη από φωτογραφίες ζωγραφική, με αποτέλεσμα ένα συνεχές πηγαινέλα, ένα παιχνίδι με καθρέφτες ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γαλλία, ανάμεσα στη ζωγραφική και τη φωτογραφία, ανάμεσα στη μη-ταυτότητα του μασκοφόρου καρναβαλιού και την εξιδανικευμένη μορφή που αποκαλύπτει μια αμφίεση.

 

Η έκθεση ξεκινάει με μια σειρά τοπίων, μια πρώτη οπτική εντύπωση, ένα αισθησιακό αντίκρισμα του κόσμου, καθώς η καλλιτέχνιδα βυθίζεται στο ελληνικό φυσικό περιβάλλον. Η Pascaline Bossu παρατηρεί και οικειοποιείται το ελληνικό τοπίο σαν ένα διάκοσμο παρόμοιο με το φόντο που παρατηρούμε σε φωτογραφίες τραβηγμένες στα ατελιέ των φωτογράφων του 19ου αιώνα. Εμπνευσμένα από τα αναγενησιακά τοπία με σανγκίνα, τα έργα της διαποτίζονται από την ελληνική φύση για να εκφράσουν καλύτερα τη σύνδεση του ανθρώπου με το περιβάλλον του: Αιωνόβιες ελιές, επιβλητικοί πλάτανοι που κραδαίνουν τα κλαδιά τους σαν χέρια μάγισσας και μοναχικά δάση, θυμίζουν στον άνθρωπο πόσο ταπεινός θα έπρεπε να είναι.

 

Γνωρίζοντας τη νέα κουλτούρα, η Bossu ανακαλύπτει τους Έλληνες στην καθημερινότητά τους, κι άλλοτε με αφορμή τις θρησκευτικές γιορτές τους ή τους αποκριάτικους εορτασμούς που έχουν τις ρίζες τους σε πανάρχαιες ειδωλολατρικές εκδηλώσεις. Τραβάει σαν τουρίστας φωτογραφίες, όμως η καλλιτέχνιδα στη συνέχεια τις μεταμορφώνει, τις μπολιάζει με την προσωπικότητά της και τους προσδίδει ζωγραφική έκφραση.

 

Σε νεαρή ηλικία, επίσης, καθώς τα καλοκαίρια επισκέπτεται με την οικογένειά της το νησί της Θάσου, θα ανακαλύψει τη μουσικότητα της ελληνικής γλώσσας, αλλά και τον ήχο του μπουζουκιού και των λαϊκών χορών. Η Bossu ερευνά σε βάθος τους διάφορους τόπους, τις παραδόσεις, τους χορούς και τις φορεσιές. Αφετηρία στη σειρά των έργων της με παραδοσιακά κοστούμια είναι η ίδια η κόρη της, είκοσι ετών, Γαλλοελληνίδα, τέλειο μείγμα δύο πολιτισμών, που απεικονίζεται ντυμένη με νυφική φορεσιά της Αττικής. Η καλλιτέχνιδα αποφασίζει ακόμη να παρουσιάσει τους Γάλλους προγόνους της, το παρελθόν της, που σμίγει σιγά σιγά με την ελληνική κουλτούρα της. Τα πρόσωπα απεικονίζονται σε στάσεις παρόμοιες με αυτές στις πρώτες φωτογραφίες του 19ου αιώνα – μια «σκηνοθεσία» που εμπνεόταν από τη ζωγραφική, κι όπου οι πρωταγωνιστές συμμετείχαν στη σύνθεση προσφέροντας κατά τη διάρκεια της πόζας την εικόνα τους.

 

Η φορεσιά αντιπροσωπεύει τον πλούτο της οικογένειας, τον χρυσό που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Τα υφάσματα είναι πλούσια κεντημένα, με στολίδια από πολύτιμα μέταλλα, δαντέλες και γούνες. Προϊόντα άριστης χειροτεχνικής εργασίας και υψηλής ποιότητας, όπου ο χρόνος δεν μετράει. Το ίδιο συμβαίνει και με την υψηλή ραπτική, με τη διαφορά ότι η παραδοσιακή φορεσιά ανήκει στο λαό, στην οικογένεια, που τη φοράει στους εορτασμούς, τις τελετές, τους γάμους.

 

Απεικονίζοντας τα κύρια μέλη της γαλλικής της οικογένειας με παραδοσιακές ελληνικές φορεσιές, η καλλιτέχνιδα τους αποδίδει μια νέα προσωπικότητα. Η επιλογή των φορεσιών δεν είναι τυχαία, αλλά καθορίζεται από το χαρακτήρα και τη ζωή των προσώπων.  Καθένας μπορεί να αποκτήσει μια νέα φανταστική ιστορία που να σχετίζεται με τον ελληνικό πολιτισμό.

 

Μερικοί έζησαν δύσκολα χρόνια, τραγικά γεγονότα που τους έκαναν να υποφέρουν – πολέμους, εξορίες, απελάσεις, απουσίες… Με την επιλογή της φορεσιάς, η καλλιτέχνιδα τους αποτίνει έναν φόρο τιμής. Όπως αυτός ο παππούς, στρατιωτικός, παλιός αντιστασιακός, που στην αρχή αγνοήθηκε και στη συνέχεια έλαβε τo παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Ντύνοντάς τον με τη φορεσιά ενός παλικαριού, που παραπέμπει στην ευγενική φιγούρα ενός Έλληνα επαναστάτη, ενός πολεμιστή, η καλλιτέχνιδα του αποδίδει την ιδιότητα του ευγενούς· επίσης, λειτουργεί και σαν ένα κλείσιμο του ματιού προς τους Γάλλους καλλιτέχνες που υπερασπίστηκαν με πάθος τις ελληνικές εθνικές υποθέσεις, αναζωογονώντας και πάλι το δεσμό που ενώνει τις δυο χώρες από την εποχή της ελληνικής επανάστασης.

bottom of page